- οἰνοχόημα
- οἰνοχό-ημα, ατος, τό, a festivalA at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινοχόημα — οἰνοχόημα τὸ (Α) [οινοχοώ] 1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος 2. (κατ* επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν 3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος … Dictionary of Greek
οἰνοχόημα — at which wine was offered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)